ρίσκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρίσκο τα ρίσκα
      γενική του ρίσκου των ρίσκων
    αιτιατική το ρίσκο τα ρίσκα
     κλητική ρίσκο ρίσκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρίσκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rischio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρίσκο ουδέτερο

  1. πιθανός κίνδυνος, διακινδύνευση
  2. (οικονομία) η επίπτωση της αβεβαιότητας στις επενδύσεις ή, γενικότερα, στην οικονομική κατάσταση του ατόμου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • παίρνω τα ρίσκα μου: προχωρώ σε μια ενέργεια αποδεχόμενος τους πιθανούς κινδύνους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]