ραβδομύωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραβδομύωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rhabdomyoma < αρχαία ελληνική ῥάβδος + μῦς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραβδομύωμα ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Rhabdomyoma στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραβδομύωμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)