ραγοειδίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραγοειδίτιδα οι ραγοειδίτιδες
      γενική της ραγοειδίτιδας των ραγοειδίτιδων
    αιτιατική τη ραγοειδίτιδα τις ραγοειδίτιδες
     κλητική ραγοειδίτιδα ραγοειδίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραγοειδίτιδα < ραγοειδής (χιτώνας) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ραγοειδίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα του οφθαλμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]