ραδικοσαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραδικοσαλάτα | οι | ραδικοσαλάτες |
γενική | της | ραδικοσαλάτας | — | |
αιτιατική | τη | ραδικοσαλάτα | τις | ραδικοσαλάτες |
κλητική | ραδικοσαλάτα | ραδικοσαλάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραδικοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία): σαλάτα από ωμά τρυφερά φύλλα από πικρά ραδίκια ή ραδίκια του βουνού, συνηθέστερα και με ψιλοκομμένο κρεμμύδι με ασπράδια βραστών αυγών ανακατεμένα σε σάλτσα από λιωμένους κρόκους αυγών, μουστάρδα και λαδόξιδο.
- ※ Και δε μου λές , τίποτα περισσεμένο από χτες δεν έχει ; -Έχει ραδικοσαλάτα, έχει και ελιές (Μαρία Ιορδανίδου, Στου κύκλου τα γυρίσματα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980, σελ. 207)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδικοσαλάτα
|