ραδιοτηλεσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιοτηλεσκόπιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραδιοτηλεσκόπιο ουδέτερο
- μορφή κατευθυντικής ραδιοφωνικής κεραίας που χρησιμοποιείται στη ραδιοαστρονομία, αλλά και στην παρακολούθηση τεχνητών δορυφόρων ή διαστημικών σκαφών και στη συλλογή των δεδομένων που μεταδίνουν στη Γη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιοτηλεσκόπιο