ραιβόκρανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραιβόκρανο ουδέτερο
- (ιατρική) η κλίση του κεφαλιού από τη μια πλευρά και το ανασήκωμα του πηγουνιού προς την αντίθετη, η οποία οφείλεται στη σύσπαση των μυών του αυχένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραιβόκρανο
|