ρακιτζοκάζανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρακιτζοκάζανο ουδέτερο
- το καζάνι που χρησιμοποιείται στο ρακιτζό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ρακοκάζανο (στην κρητική διάλεκτο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καζάνι, ειδικά για την απόσταξη ρακής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)