ραφανίδωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραφανίδωση | οι | ραφανιδώσεις |
γενική | της | ραφανίδωσης* | των | ραφανιδώσεων |
αιτιατική | τη | ραφανίδωση | τις | ραφανιδώσεις |
κλητική | ραφανίδωση | ραφανιδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραφανιδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραφανίδωση < ραφανίδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραφανίδωση θηλυκό
- τιμωρία στην αρχαία Ελλάδα για σεξουαλικά αδικήματα, όπως π.χ. μοιχεία, κατά την οποία γινόταν εισαγωγή στον πρωκτό του τιμωρούμενου ραφανίδα (ραπανάκι)[1][2][3][4]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Έθιμα μομφής στην αρχαία Ελλάδα
- ↑ Αριστοφάνους Νεφέλαι στχ. 1083 «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι»
- ↑ Λουκιανός: w:Περί της Περεγρίνου τελευτής «[9] Τὸ γὰρ της φύσεως τοῦτο πλάσμα καὶ δημιούργημα, ὁ τοῦ Πολυκλείτου κανών, ἐπεὶ εἰς ἄνδρας τελεῖν ἤρξατο, ἐν Ἀρμενίᾳ μοιχεύων ἁλοὺς μάλα πολλὰς πληγὰς ἔλαβεν καὶ τέλος κατὰ τοῦ τέγους ἁλόμενος διέφυγε, ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος.» μετάφραση: «... διέφυγε με ραφανίδα στα οπίσθια (χωμένη) ως πώμα»
- ↑ Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόμος 2, Σκαρλάτος Βυζάντιος, εκ της τυπογραφίας του Ανδρέου Κορομηλά, 1852, σελ. 1233
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραφανίδωση
|