ραχιαλγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραχιαλγία < αρχαία ελληνικά ῥάχ(ις) (η ράχη, η πλάτη) + -αλγία, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rachialgie (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραχιαλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος στη ράχη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραχιαλγία
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αλγία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)