ραψωδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραψωδία | οι | ραψωδίες |
γενική | της | ραψωδίας | των | ραψωδιών |
αιτιατική | τη | ραψωδία | τις | ραψωδίες |
κλητική | ραψωδία | ραψωδίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραψωδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥαψῳδία
- για το είδος κλασικής σύνθεσης < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rhapsodie < αρχαία ελληνική ῥαψῳδία
- Δεν σχετίζεται με τη μουσική ραπ παρ' όλη την ηχητική και σημασιολογική ομοιότητα < → δείτε το αγγλικό ρήμα rap < βορειογερμανικής προέλευσης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραψωδία θηλυκό
- (φιλολογία) ενότητες, μορφές κεφαλαίου, στα ομηρικά έπη όπως χωρίστηκαν από τους γραμματικούς της ελληνιστικής περιόδου
- ↪ Για την Ιλιάδα, σημειώνουμε τις 24 ραψωδίες με κεφαλαία γράμματα. Για την Οδύσσεια, σημειώνουμε τις 24 ραψωδίες με μικρά, πεζά γράμματα.
- (ιστορία, στην αρχαία Ελλάδα) έπος, επικό ποίημα που απήγγελλε ο ραψωδός
- (μουσική μορφολογία) είδος, φόρμα σύνθεσης της κλασικής, λόγιας μουσικής, κυρίως της ρομαντικής περιόδου με ελεύθερο χαρακτήρα που εκφράζει έντονα συναισθήματα
- ↪ Γνωστές ραψωδίες είναι οι «Ουγγρικές Ραψωδίες» του Φραντς Λιστ για πιάνο. Τις μετέγραψε και για ορχήστρα. Ο Μπραμς που ήταν γερμανός, έγραψε «Ουγγρικούς Χορούς», έργο για τέσσερα χέρια στο πιάνο.
- → δείτε ραψωδία (μουσική) στη Βικιπαίδεια
- (ως τίτλος ποιήματος, μουσικού έργου) με κεφαλαίο: «Ραψωδία»
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)