ρεβένι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεβένι τα ρεβένια
      γενική
    αιτιατική το ρεβένι τα ρεβένια
     κλητική ρεβένι ρεβένια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεβένι < αρωμουνική riveni / rivene (terrain accidenté: ανώμαλο / δύσβατο / κακοτράχαλο έδαφος)[1] < σλαβικής προέλευσης равен (ráven) / раван / ravan (επίπεδος, ίσιος, πεδιάδα) < πρωτοσλαβική *orvьnъ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾeˈve.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐βέ‐νι
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεβένι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) ανώμαλο έδαφος, πλαγιά
    ※  Ἐπήραμεν τὸν κατήφορον καὶ ἀφοῦ διήλθομεν τρία ρέματα, ἐπεράσαμεν πολλὰ πλάγια καὶ ρεβένια κ᾿ ἐχώθημεν τέσσαρας φορὰς εἰς τὴν λάσπην. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὰ Βενέτικα, 1912)
  2. (ιδιωματικό) ποικιλία καπνού καλής ποιότητας, που καλλιεργείται σε επικλινή και ορεινά εδάφη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. riveni, riveneCunia, Tiberiu (2008) Dictsiunar a limbãljei armãneascã (Λεξικό της αρωμουνικής γλώσσας) αρωμουνικά, με μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά και ρουμανικά, έκδοση:2010. Στο DiXi online από το 2014, σελ.879@archive.org

Πηγές[επεξεργασία]