ρεκλαμαδόρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεκλαμαδόρα οι ρεκλαμαδόρες
      γενική της ρεκλαμαδόρας
    αιτιατική τη ρεκλαμαδόρα τις ρεκλαμαδόρες
     κλητική ρεκλαμαδόρα ρεκλαμαδόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεκλαμαδόρα < ρεκλαμαδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεκλαμαδόρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]