ρεμέντιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμέντιο τα ρεμέντια
      γενική του ρεμέντιου των ρεμέντιων
    αιτιατική το ρεμέντιο τα ρεμέντια
     κλητική ρεμέντιο ρεμέντια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεμέντιο < (άμεσο δάνειο) βενετική remedio < λατινική remedium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεμέντιο ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό, παρωχημένο) πρόχειρη θεραπεία στο πλαίσιο της λαϊκής ιατρικής· γιατροσόφι, γιατρικό
    ※  Τα ρεμέντια της Αριάνθης περιλαμβάνανε αφεψήματα βοτάνων, όπως χαμομήλια, φασκόμηλα, μολοχάντια, φλισκούνια, μέλισσα, δυόσμο, ρίγανη και άλλα. Για τις βαριές εμπύρετες καταστάσεις κομπρέσσες με δυνατό γλυκάδι στο κούτελο
    Γεώργιος Ι. Φαλαγγάς, «Το παρθεναγωγείο και τα ρεμέντια της Αριάνθης», Στενιώτικα (έκδοση Συνδέσμου Στενιωτών Άνδρου), τόμ. Α΄ (Αθήνα: Δεκέμβριος 1985) σ. 88. Στον ιστότοπο steniotes.gr· πρόσβαση: 2021-06-17
  2. (ιδιωματικό, παρωχημένο) μπάλωμα ρούχου ή επιδιόρθωση αντικειμένου· αποκατάσταση, διόρθωση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2005), λήμμα «ρεμέντιο».