ρεματιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεματιά οι ρεματιές
      γενική της ρεματιάς των ρεματιών
    αιτιατική τη ρεματιά τις ρεματιές
     κλητική ρεματιά ρεματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεματιά < ρέμα, ρεματ- + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾe.maˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐μα‐τιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεματιά θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ρέμα και ρέω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]