ρευστοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρευστοποίηση | οι | ρευστοποιήσεις |
γενική | της | ρευστοποίησης* | των | ρευστοποιήσεων |
αιτιατική | τη | ρευστοποίηση | τις | ρευστοποιήσεις |
κλητική | ρευστοποίηση | ρευστοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρευστοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρευστοποίηση < ρευστοποιώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρευστοποίηση θηλυκό
- μετατροπή μιας ουσίας σε ρευστό ή υγρό
- μετατροπή του κεφαλαίου κινητού ή ακίνητου σε χρήμα
- η ευκολία με την οποία μπορεί να μετατραπεί ένα περιουσιακό στοιχείο σε ρευστό (χρήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ρευστοποιώ, ρευστός, ρέω και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρευστοποίηση