ρητινοκαλλιέργεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρητινοκαλλιέργεια οι ρητινοκαλλιέργειες
      γενική της ρητινοκαλλιέργειας των ρητινοκαλλιεργειών
    αιτιατική τη ρητινοκαλλιέργεια τις ρητινοκαλλιέργειες
     κλητική ρητινοκαλλιέργεια ρητινοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρητινοκαλλιέργεια < ρητίν(η) + -ο- + -καλλιέργεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾi.ti.no.ka.liˈeɾ.ʝi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρητινοκαλλιέργεια θηλυκό

  • η (επαγγελματική) ενασχόληση με την συλλογή ρητίνης
    ※  Εδώ και χρόνια τα προβλήματά τους διογκώνονται διαρκώς, το εισόδημά τους συρρικνώνεται και οι οικογένειες των ρητινοκαλλιεργητών δίνουν μάχη επιβίωσης. Να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης και της συνακόλουθης αύξησης της ανεργίας, πολλοί επέστρεψαν στα χωριά της Βόρειας Εύβοιας και στράφηκαν στη ρητινοκαλλιέργεια, η οποία διαρκεί 9 περίπου μήνες. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]