ριζάρχιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριζάρχιδο τα ριζάρχιδα
      γενική του ριζάρχιδου των ριζάρχιδων
    αιτιατική το ριζάρχιδο τα ριζάρχιδα
     κλητική ριζάρχιδο ριζάρχιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριζάρχιδο < ρίζα + αρχίδι (κατά το ριζάφτι[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ριζάρχιδο ουδέτερο (σπάνιο)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • μέχρι το ριζάρχιδο: επιτέλεση ερωτικής πράξης από άνδρα με ένταση κατά τη διείσδυση
    —Τί έγινε ρε φίλε με τη γκόμενα χτες; —Κόλαση, δικέ μου! Όλη το βράδυ της τον φέρμαρα μέχρι το ριζάρχιδο!

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 16.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]