ριζολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριζολόγημα < ριζολογ(ώ) + -ημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριζολόγημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ριζολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριζολόγημα
|