ρινίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρινίτιδα οι ρινίτιδες
      γενική της ρινίτιδας των ρινίτιδων
    αιτιατική τη ρινίτιδα τις ρινίτιδες
     κλητική ρινίτιδα ρινίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρινίτιδα < (καθαρεύουσα) ρινίτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική rhinitis < αρχαία ελληνική ῥίς ("μύτη")[1] μορφολογικά αναλύεται ριν(ός) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρινίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]