ρινγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρινγκ < αγγλική ring

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρινγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. η παλαίστρα
    αυτή τη στιγμή οι δύο παλαιστές μπαίνουν στο ρινγκ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]