ρινοτομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρινοτομία οι ρινοτομίες
      γενική της ρινοτομίας των ρινοτομιών
    αιτιατική τη ρινοτομία τις ρινοτομίες
     κλητική ρινοτομία ρινοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρινοτομία < μεσαιωνική ελληνική ῥινοτομία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾi.no.toˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρι‐νο‐το‐μί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρινοτομία θηλυκό

  1. η κοπή της μύτης, παλαιότερα ως είδος τιμωρίας
  2. (ιατρική) η τομή της μύτης μέσω χειρουργικής επέμβασης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)