ροδόδεντρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροδόδεντρο | τα | ροδόδεντρα |
γενική | του | ροδόδεντρου | των | ροδόδεντρων |
αιτιατική | το | ροδόδεντρο | τα | ροδόδεντρα |
κλητική | ροδόδεντρο | ροδόδεντρα | ||
Δείτε και την κλίση του ροδόδενδρο. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροδόδεντρο < ροδόδενδρο και ελληνιστική κοινή ῥοδόδενδρον (που προφερόταν με [nd]) με τροπή του -δενδρο σε -δεντρο[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾoˈðo.ðen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δό‐δε‐ντρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροδόδεντρο ουδέτερο
- (φυτό) θάμνος ή μικρό δέντρο του γένους Ροδόδενδρο Rhododendron που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό για τα μεγάλα έντονα χρωματιστά του λουλούδια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ροδόδενδρο στη Βικιπαίδεια
- διαφορετική η ροδοδάφνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροδόδεντρο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ροδόδεντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ροδό- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δεντρο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)