ροκέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροκέτα οι ροκέτες
      γενική της ροκέτας των ροκετών
    αιτιατική τη ροκέτα τις ροκέτες
     κλητική ροκέτα ροκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροκέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική rocheta, → και δείτε τη λέξη ρουκέτα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈce.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐κέ‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροκέτα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .