ρολό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρολό τα ρολά
      γενική του ρολού των ρολών
    αιτιατική το ρολό τα ρολά
     κλητική ρολό ρολά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρολό <

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρολό ουδέτερο

  1. μια επίπεδη επιφάνεια (π.χ. ένα κομμάτι χαρτί) τυλιγμένο έτσι ώστε να πάρει κυλινδρικό σχήμα
    άλλες μορφές: ρόλος (αρσενικό)
  2. (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος
    1. εργαλείο βαφής
    2. (μαγειρική) φαγητό από κιμά σε σχήμα κυλίνδρου
    3. (κομμωτική) το ρόλεϊ
  3. προστατευτικό πλέγμα που τυλίγεται σε κύλινδρο για να ανεβοκατεβαίνει και χρησιμοποιείται για την προστασία καταστημάτων (και σπιτιών), μπροστά από τις εισόδους τους ή τα παράθυρα
    ρολά κουφωμάτων

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • meatloaf στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]