ρομαντικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρομαντικότητα < ρομαντικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρομαντικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ρομαντικός, η ιδιότητα του ρομαντικού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρομαντικότητα
|