σαβανώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαβανώνω < σάβανο + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σαβανώνω

  • φορώ σε νεκρό το νεκρικό του σάβανο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]