σαδδουκαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαδδουκαίος < (ελληνιστική κοινή) Σαδδουκαῖος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαδδουκαίος αρσενικό
- το μέλος της ιουδαϊκής θρησκευτικής ομάδας των Σαδδουκαίων (2ος αιώνας π.Χ - 1ος αιώνας μ.Χ), οι οποίοι δεν δέχονταν την ανάσταση των νεκρών