σεκόντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεκόντο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση τραγουδιού
- (μεταφορικά) υποστήριξη κάποιου ή των απόψεων του
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) βοήθεια που προσφέρεται σε κάποιον ή στις προσπάθειές του
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πρίμο σεκόντο: σε περιπτώσεις που κάποιος κατσαδιάζεται και ένας τρίτος υποστηρίζει αυτόν που τον κατσαδιάζει, μιλώντας σχεδόν ταυτόχρονα ή και από άλλη οπτική γωνία
- μ' άρχισαν κι οι δύο πρίμο σεκόντο και δεν τολμούσα να αρθρώσω λέξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεύτερη φωνή
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)