σεκόντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεκόντο < ιταλική secondo < λατινική secundus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεκόντο ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση τραγουδιού
  2. (μεταφορικά) υποστήριξη κάποιου ή των απόψεων του
  3. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) βοήθεια που προσφέρεται σε κάποιον ή στις προσπάθειές του

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • πρίμο σεκόντο: σε περιπτώσεις που κάποιος κατσαδιάζεται και ένας τρίτος υποστηρίζει αυτόν που τον κατσαδιάζει, μιλώντας σχεδόν ταυτόχρονα ή και από άλλη οπτική γωνία
    μ' άρχισαν κι οι δύο πρίμο σεκόντο και δεν τολμούσα να αρθρώσω λέξη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]