σερβιέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερβιέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική serviette
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερβιέτα θηλυκό
- κομμάτι ύφασμα (συνήθως επεξεργασμένο βαμβάκι) που απορροφά το αίμα κατά την διάρκεια της περιόδου μιας γυναίκας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σερβιέτα