σοβαρεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοβαρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σοβαρεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
σοβαρεύομαι
- γίνομαι σοβαρός, σταματάω να αστεΐζομαι ή να κάνω χαζομάρες
- (κατ’ επέκταση) ωριμάζω ως άνθρωπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοβαρεύομαι
|