σοβιέτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοβιέτ < (άμεσο δάνειο) γαλλική soviet < ρωσική сове́т (συμβούλιο) < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα съвѣтъ (s ŭ v ě t ŭ) < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική съвѣтъ (sŭvětŭ, συμβουλή) < со- (so-) + вѣтъ (větŭ: συμφωνία) < πρωτοσλαβική *větъ (ομιλία, συμφωνία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοβιέτ ουδέτερο άκλιτο
- συμβούλιο αντιπροσώπων των εργατών και άλλων μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σοβιέτ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά εκκλησιαστικά σλαβονικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (ρωσικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)