σολιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σολιάζω < σόλ(α) + -ιάζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐λιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σολιάζω, αόρ.: σόλιασα, παθ.φωνή: σολιάζομαι, π.αόρ.: σολιάστηκα, μτχ.π.π.: σολιασμένος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]