σολόδερμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σολόδερμα τα σολοδέρματα
      γενική του σολοδέρματος των σολοδερμάτων
    αιτιατική το σολόδερμα τα σολοδέρματα
     κλητική σολόδερμα σολοδέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σολόδερμα < σόλ(α) + -ο- + δέρμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σολόδερμα ουδέτερο

  • χοντρό και σκληρό κομμάτι δέρματος που χρησιμοποιείται για να κατασκευαστούν ή επιδιορθωθούν σόλες παπουτσιών
     συνώνυμα: πελματόδερμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]