σολόδερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σολόδερμα ουδέτερο
- χοντρό και σκληρό κομμάτι δέρματος που χρησιμοποιείται για να κατασκευαστούν ή επιδιορθωθούν σόλες παπουτσιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σολόδερμα
|