σουάζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα σουάζι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουάζι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Swazi στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]