σπαζοκεφαλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπαζοκεφαλιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σπαζοκεφαλιάζω

  • προσπαθώ τόσο δυνατά να βρω λύση σε ένα δύσκολο πρόβλημα, το σκέφτομαι τόσο πολύ, που ταλαιπωρούμαι
δεν αξίζει να σπαζοκεφαλιάζεις τόση ώρα για αυτό το ασήμαντο πράγμα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]