σπαθιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπαθιστής οι σπαθιστές
      γενική του σπαθιστή των σπαθιστών
    αιτιατική τον σπαθιστή τους σπαθιστές
     κλητική σπαθιστή σπαθιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπαθιστής < (σπαθίζω) σπαθισ- + -τής[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spa.θiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐θι‐στής
παλιότερος συλλαβισμός: σπα‐θισ‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπαθιστής αρσενικό

  • που μπορεί να χρησιμοποιεί σωστά το σπαθί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]