σπαθολόγχη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαθολόγχη οι σπαθολόγχες
      γενική της σπαθολόγχης των σπαθολογχών
    αιτιατική τη σπαθολόγχη τις σπαθολόγχες
     κλητική σπαθολόγχη σπαθολόγχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπαθολόγχη < σπάθ(η) + -ο- + λόγχη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sword bayonet[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spa.θoˈlon.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐θο‐λό‐γχη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπαθολόγχη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]