σπαθολόγχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπαθολόγχη < σπάθ(η) + -ο- + λόγχη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sword bayonet[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spa.θoˈlon.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐θο‐λό‐γχη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπαθολόγχη θηλυκό
- ειδική πλατιά λόγχη με πεπλατυσμένη μορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπαθολόγχη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σπαθολόγχη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)