σπαχής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παχύς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπαχής οι σπαχήδες
      γενική του σπαχή των σπαχήδων
    αιτιατική τον σπαχή τους σπαχήδες
     κλητική σπαχή σπαχήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπαχής < (άμεσο δάνειο) τουρκική ispahi < περσική سپاه (seˈpɒːh: στρατός) < μέση περσική spʾh / 𐭮𐭯𐭠𐭧‎ (spāh) < πρωτοϊρανική *ĉwáHdaH < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwéh₁-dʰ-o-h₁ < *ḱweh₁- / *ḱewh₁- (φουσκώνω, γίνομαι σπουδαίος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spaˈçis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπαχής αρσενικό

  1. (ιστορία) Τούρκος ιππέας πολεμιστής
    ※  Τ' άλογα των σπαχήδωνπέφτουν νεκρά στο χώμα πριν φέρουν τους καβαλάρους στη μάχη. (Ανδρέας Καρκαβίτσας Η θυσία [διήγημα])
  2. (ιστορία) Τούρκος τιμαριούχος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]