σταυροδρόμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταυροδρόμι ουδέτερο
- το σημείο στο οποίο διασταυρώνονται δύο δρόμοι
- το σημείο στο οποίο συναντιούνται δύο ρεύματα, τάσεις, πολιτισμοί κλπ
- (μεταφορικά) το κρίσιμο σημείο μιας πορείας, εκεί που κάποιος πρέπει να αποφασίσει ποια πορεία θα ακολουθήσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταυροδρόμι