στερεότυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στερεότυπα < στερεότυπ(o) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
στερεότυπα (τροπικό επίρρημα)
- με στερεότυπο τρόπο, που δεν μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες αλλά επαναλαμβάνεται το ίδιο σε κάθε περίσταση
- ※ Μάταιος κόπος. Στους πολέμους -σου λέει στερεότυπα- πρώτο θύμα είναι η αλήθεια
- Μιχάλης Μητσός, «Συνωμοσίες», Τα Νέα Online (13 Απριλίου 2018)· πρόσβαση: 2021-10-27.
- ※ Μάταιος κόπος. Στους πολέμους -σου λέει στερεότυπα- πρώτο θύμα είναι η αλήθεια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- στερεωτύπως (καθαρέυουσα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεότυπα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
στερεότυπα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στερεότυπο