συγκαλύπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκαλύπτω: αρχαία ελληνική < συν- + καλύπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκαλύπτω (συγκάλ-υψα, -ύφτηκα, -υμμένος και συγκεκαλυμμένος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκαλύπτω
|