συνδικάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδικάτο < (άμεσο δάνειο) γαλλική syndicat [1] (ένωση για την υπεράσπιση κοινών συμφερόντων, επαγγελματικό ή εργατικό σωματείο) < syndic (υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας, εκπρόσωπος μιας περιοχής) < λατινική syndicus (εκπρόσωπος της πόλης) < αρχαία ελληνική σύνδικος (συνήγορος, υπερασπιστής)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνδικάτο ουδέτερο
- ένωση ή κοινοπραξία φυσικών ή νομικών προσώπων για επίτευξη κοινών συμφερόντων και στόχων
- οργάνωση επαγγελματιών ή εργαζομένων ενός επαγγέλματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- συνδικάτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συνδικάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)