συνώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνώνυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + -ώνυμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siˈno.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νώ‐νυ‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
συνώνυμος, -η, -ο
- (λεξικογραφία) που έχει την ίδια, ή περίπου την ίδια, σημασία
- Παράδειγμα συνώνυμων λέξεων: ικεσία - παράκληση - παρακάλι
- (Ορολογία) που κατασημαίνει την ίδια ακριβώς έννοια
- Παράδειγμα συνώνυμων όρων: (ηλεκτρισμός) τάση - διαφορά δυναμικού, (ιατρική) χανσενικός - λεπρός
- (γενετική) συνώνυμα κωδόνια (τριάδα-τριπλέτα νουκλεοβάσεων) που προσδιορίζουν/αντιστοιχούν με το ίδιο αμινοξύ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνώνυμος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνυμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γενετική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)