συσκευασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συσκευασμένος η συσκευασμένη το συσκευασμένο
      γενική του συσκευασμένου της συσκευασμένης του συσκευασμένου
    αιτιατική τον συσκευασμένο τη συσκευασμένη το συσκευασμένο
     κλητική συσκευασμένε συσκευασμένη συσκευασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συσκευασμένοι οι συσκευασμένες τα συσκευασμένα
      γενική των συσκευασμένων των συσκευασμένων των συσκευασμένων
    αιτιατική τους συσκευασμένους τις συσκευασμένες τα συσκευασμένα
     κλητική συσκευασμένοι συσκευασμένες συσκευασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συσκευασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συσκευάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

συσκευασμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη συσκευάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]