συστήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συστήνω < από το συστήσω, υποτακτική του αορίστου του αρχαίου ρήματος συνιστῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

συστήνω (και συσταίνω), πρτ.: σύστηνα, στ.μέλλ.: θα συστήσω, αόρ.: σύστησα, παθ.φωνή: συστήνομαι, μτχ.π.π.: συστημένος

  1. συνιστώ, προτείνω, υποδείχνω κάτι ως καλό
     συνώνυμα: συμβουλεύω, ξαγορεύω
  2. παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον για πρώτη φορά, κάνω τις συστάσεις, γνωρίζω
    -Να σας συστήσω τον κύριο Τάδε. -Χαίρω πολύ
  3. ιδρύω
     συνώνυμα: συσταίνω, συγκροτώ, συμπηγνύω, καθιδρύω, ενιδρύω
    πληροφορώ γραπτά ή προφορικά για το χαρακτήρα κάποιου
     συνώνυμα: επισημαίνω

Κλίση[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • τα ρήματα συστήνω και συνιστώ, ενώ δεν συμπίπτουν απολύτως σημασιολογικά, στην καθημερινή ομιλία πολλές φορές συγχέονται μεταξύ τους. Ο αόριστός τους στην οριστική (σύστησα = έκανα τις συστάσεις - συνέστησα αλλά και σύστησα = πρότεινα), την υποτακτική (να συστήσω) και οι περιφραστικοί χρόνοι (έχω συστήσει) που ταυτίζονται δημιουργούν τη σύγχυση.
  • Στην παθητική φωνή (συστήνομαι) οι σημασίες ιδρύω και προτείνω/γνωρίζω διαφοροποιούνται στην κλίση του αορίστου (συστάθηκα και συστήθηκα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]