σφήνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφήνα οι σφήνες
      γενική της σφήνας των σφηνών
    αιτιατική τη σφήνα τις σφήνες
     κλητική σφήνα σφήνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σφήνα ως κοπτικό εργαλείο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφήνα < αρχαία ελληνική σφήν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφήνα θηλυκό

  1. το εργαλείο φτιαγμένο από διάφορα υλικά (ξύλο, μέταλλο κ.λπ.) και σε διάφορα σχήματα (τριγωνικό πρίσμα, κωνικό, κυλινδρικό κ.ά.), που τοποθετείται σ' ένα αντικείμενο που θέλουμε να το κόψουμε ή να το χωρίσουμε σε μικρότερα τμήματα
  2. το εργαλείο που χρησιμοποιείται για να συνδέσουμε ή να στερεώσουμε διάφορα αντικείμενα
  3. οτιδήποτε μοιάζει με σφήνα (1, 2)
    ※  Μα ο πόθος δε χορταίνει όσο κι α φάει, / μες την καρδιά μου μπήγεται σα σφήνα. (Λορέντζος Μαβίλης, Έρως και θάνατος)
  4. (μεταφορικά) κάτι που διακόπτει μια πορεία ή μια διαδικασία, παρεμβαλλόμενο ανάμεσα
    αυτή η είδηση μπήκε σφήνα, την τελευταία στιγμή προλάβαμε το τυπογραφείο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]