σωματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σωματικά < σωματικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
σωματικά
- ως προς το σώμα
- σωματικά είναι υγιής αλλά ψυχικά όχι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σωματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σωματικό