σωματοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωματοποίηση οι σωματοποιήσεις
      γενική της σωματοποίησης* των σωματοποιήσεων
    αιτιατική τη σωματοποίηση τις σωματοποιήσεις
     κλητική σωματοποίηση σωματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σωματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωματοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωματοποίη(σις) + -ση[1] Μορφολογικά, (σώμα) σωματ- + -ο- + -ποίηση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.ma.toˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σω‐μα‐το‐ποί‐η‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωματοποίηση θηλυκό

  1. το να σωματοποιώ
  2. (ψυχιατρική) μπέρδεμα ενός συναισθηματικού πόνου του ατόμου με ένα φυσικό σωματικό πόνο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σώμα, -ποίηση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]