σωριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωριάζω < σωρός + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σωριάζω (παθητική φωνή: σωριάζομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]