σωσίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σωσίας | οι | σωσίες |
γενική | του/της | σωσία | των | σωσιών |
αιτιατική | τον/τη | σωσία | τους/τις | σωσίες |
κλητική | σωσία | σωσίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωσίας < λόγιο ενδογενές δάνειο: sosie < Sosie[1] < λατινική Sosias[2] < αρχαία ελληνική σῴζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωσίας αρσενικό ή θηλυκό
- που μοιάζει καταπληκτικά ή είναι ακριβώς ίδιος με άλλο πρόσωπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σώζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωσίας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ταμίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)